- ἐννακόσια
- ἐννακόσιοςneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐννακοσίας — ἐννακοσίᾱς , ἐννακόσιος fem acc pl ἐννακοσίᾱς , ἐννακόσιος fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)